σκαρτάρισμα

σκαρτάρισμα
τό
1) браковка, выбраковывание; 2) карт. скидывание

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "σκαρτάρισμα" в других словарях:

  • σκαρτάρισμα — το, Ν [σκαρτάρω] 1. (στη γλώσσα τών χαρτοπαικτών) αφαίρεση από την τράπουλα τών χαρτιών που είναι περιττά για το παιχνίδι ή αντικατάσταση από άλλα, ξακαθάρισμα, ξεσκαρτάρισμα 2. αφαίρεση ή πέταγμα άχρηστων ή περιττών αντικειμένων …   Dictionary of Greek

  • σκαρτάρισμα — το, ατος διαλογή και απόρριψη των άχρηστων πραγμάτων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»